- μέρμιθα
- μέρμῑθα , μέρμιςcordfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέρμιθα — η (Α μέρμις, ιθος και μέρμιθα) σχοινί, τριχιά, σπόγγος νεοελλ. το σχοινί που χρησιμεύει για το ράψιμο τών ιστίων τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθημα μι τής λ. μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τού τ. ἕλμινς*, λίμινθες*, ενώ είναι πιθανό … Dictionary of Greek
μερμιθουργός — ο αυτός που κλώθει τη μέρμιθα, σχοινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμιθα «σχοινί» + ουργός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
μέρμιθος — ο (Α μέρμιθος) η μέρμιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρμις, ιθος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μέρμις — μέρμις, ιθος, ἡ (Α) βλ. μέρμιθα … Dictionary of Greek
μερμιθουργείο — το εργαστήριο στο οποίο κλώθεται η μέρμιθα, σχοινοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερμιθουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
μιρμίδι — το λεπτή χρυσή κλωστή νήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμις, ιθος (βλ. μέρμιθα) «σχοινί, σπάγγος» + υποκορ. κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek